- καταδολίευση δανειστών
- Όρος του αστικού δικαίου που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό πράξης του οφειλέτη, η οποία αποσκοπεί να ματαιώσει την ικανοποίηση των δανειστών του· ειδικότερα ως κ.δ. αναφέρεται η απαλλοτρίωση, δηλαδή η μεταβίβαση των περιουσιακών στοιχείων του οφειλέτη προς βλάβη των δανειστών του. Απαλλοτρίωση θεωρείται κάθε δικαιοπραξία με την οποία μειώνεται η περιουσία του οφειλέτη· εξαιρείται μόνο η αποποίηση κληρονομιάς ή κληροδοσίας και η καταβολή ληξιπρόθεσμου χρέους. Οι δανειστές δικαιούνται να απαιτήσουν τη διάρρηξη κάθε απαλλοτρίωσης προς βλάβη τους, αν η υπόλοιπη περιουσία του οφειλέτη δεν επαρκεί για να τους ικανοποιήσει και επιπλέον υπάρχει γνώση του τρίτου (υπέρ του οποίου έγινε η απαλλοτρίωση) ότι o οφειλέτης απαλλοτριώνει προς βλάβη των δανειστών του. Υπάρχει τεκμήριο γνώσης του δόλου του οφειλέτη από τον τρίτο, αν αυτός είναι σύζυγος ή στενός συγγενής του. Το τεκμήριο δεν ισχύει, αν από την απαλλοτρίωση μέχρι την έγερση της αγωγής έχει παρέλθει έναέτος. Σε απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία (π.χ. δωρεά) δεν απαιτείται γνώση του τρίτου. Οι δανειστές μπορούν να στραφούν και κατά του ειδικού διαδόχου του τρίτου, αν αυτός, αποκτώντας από τον τρίτο, γνώριζε τον δόλο του οφειλέτη. Αν γίνει δεκτή η αγωγή για διάρρηξη, o τρίτος υποχρεώνεται να αποκαταστήσει τα πράγματα στην προηγούμενη κατάστασή τους. Σε απαλλοτρίωση από χαριστική αιτία o καλής πίστης τρίτος ευθύνεται μόνο κατά τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού. Η διάρρηξη ενεργεί μόνο υπέρ των δανειστών που προσέβαλαν την απαλλοτρίωση. Η αγωγή παραγράφεται πέντε έτη μετά την απαλλοτρίωση. Στο ποινικό δίκαιο η κ.δ. είναι αξιόποινο αδίκημα, το οποίο διαπράττει ένα πρόσωπο, όταν θεληματικά και ενσυνείδητα καταστρέφει ή αλλοιώνει τα περιουσιακά του στοιχεία ή τα περιουσιακά στοιχεία τρίτου οφειλέτη, για να ματαιώσει ή να περιορίσει την ικανοποίηση του δανειστών.
Dictionary of Greek. 2013.